- Πελοποννησίου
- Πελοποννήσιοςin the Peloponnesianmasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Dionysius the Philosopher — (Greek: Διονύσιος ο Φιλόσοφος, ca. 1560–1611) was a Greek monk who led two farmer revolts against the Ottoman Turks. Contents 1 Life and career 2 Revolts 3 Death … Wikipedia
διονύσιος — I Ονομασία ενός μήνα σε πολλές αρχαίες ελληνικές πόλεις. Στη Λοκρίδα αντιστοιχούσε προς τον αττικό Ποσειδεώνα (Δεκέμβριο) και στην Αιτωλία προς τον Μουνυχιώνα (Απρίλιο). II Όνομα τυράννων των Συρακουσών. 1. Δ. Α’ ο πρεσβύτερος (432 – 367 π.Χ.).… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… … Dictionary of Greek
Κωνσταντίνος ο Βυζάντιος — (Κωνσταντινούπολη 1777 – 1862). Βυζαντινός ψάλτης και μουσικοδιδάσκαλος. Προσελήφθη στο Οικουμενικό Πατριαρχείο το 1800 ως δεύτερος δομέστικος και αργότερα έγινε πρωτοψάλτης. Μελοποίησε στίχους του Πέτρου του Πελοποννήσιου και άλλων συγχρόνων του … Dictionary of Greek
Παπαρρηγόπουλος, Κωνσταντίνος — (Κωνσταντινούπολη 1815 – Αθήνα 1891). Έλληνας κορυφαίος ιστορικός συγγραφέας. Γιος του τραπεζίτη Δημητρίου Π., Πελοποννήσιου –από τη Βυτίνα– και πρόκριτου της ελληνικής κοινότητας της Κωνσταντινούπολης, ο Π. είχε πολύ μικρός την πικρή εμπειρία να … Dictionary of Greek
ГЕОРГИЙ КРИТСКИЙ — [греч. Γεώργιος ὁ Κρής] (2 я пол. XVIII в., о в Крит дек. 1815, Ханья, о в Крит), греч. мелург и гимнограф. Ученик критского мелурга иером. Мелетия Синаита и протопсалта к польской Великой ц. Иакова. Г. К. преподавал церковное пение в К поле, на… … Православная энциклопедия
ЕКСАПОСТИЛАРИЙ — [эксапостиларий; греч. ἐξαποστειλάριον; церковнослав. ], песнопение визант. послеиконоборческого чина утрени, исполняемое после 9 й песни канона и малой ектении. По месту в чине службы с Е. совпадает светилен; нередко термины «Е.» и «светилен»… … Православная энциклопедия
ИЗОБРАЗИТЕЛЬНЫЕ АНТИФОНЫ — термин, употребляемый в лит ре XIX XX вв., посвященной толкованию богослужебного устава, для обозначения Пс 102, 45 и блаженн (Мф 5. 3 12), исполняемых в начале полной литургии (свт. Иоанна Златоуста и свт. Василия Великого) вместо антифонов… … Православная энциклопедия
ИОАНН ТРАПЕЗУНДСКИЙ — [Яннакис; греч. ᾿Ιωάννης ὁ Τραπεζούντιος, Γιαννάκης] (посл. четв. XVII в. или нач. XVIII в., Трапезунд 1770), протопсалт Великой ц., греч. мелург, кодикограф. Сведения о жизни и деятельности И. Т. сохранились в рукописных источниках и в «Большом… … Православная энциклопедия